- εξεφίεμαι
- ἐξεφίεμαι (Α) [εφίεμαι]διατάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξεφίεμαι — ἐξεφίημι enjoin pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξεφίεμαι — και προὐξεφίεμαι Α παραγγέλλω, δίνω εντολή από πριν. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξεφίεμαι «διατάζω»] … Dictionary of Greek